προβολαιος

προβολαιος
    προβόλαιος
    προ-βόλαιος
    I
    2
    выставленный вперед, взятый наперевес
    

(δόρυ Theocr.)

    II
    ὅ (sc. ἄκων) копье Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προβολαιος" в других словарях:

  • προβόλαιος — ον, Α 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιος όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον μέσο άμυνας,… …   Dictionary of Greek

  • προβόλαιον — προβόλαιος held out before one masc/fem acc sg προβόλαιος held out before one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβολαίῳ — προβόλαιος held out before one masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»